My biggest mistake in life has always been the fact that I never put limits the moment that I should.
And what comes after, sucks. Really sucks.
I am the kind of person that wants to live life to the fullest.
I'm either everything or nothing.
When I feel, I feel with all my senses, not just one, not just two, all of them. To the fullest.
And when I empty myself and become cold and miserable, this is also to the fullest.
Deep or high. Laid on the earth or flying in the skies.
Choose, girl.
No other options.
There will be no compromises here.
And listen to me man, it takes guts to do that, do you hear me man? Guts!
I will not restrict myself. I will keep doing all that I know doing to the fullest.
Until it doesn't get more, until I reach saturation.
I will never imprison myself.
The way I am, many people liked. And loved. To the fullest.
And there will be many more. I know it.
Cause I'm fearless, I'm always surrounded by amazing people!
Who can fill me!
Doing is useless without being.
And I will keep being more than doing to match my being with other beings that are fed up of doing and create a beautiful story with no limits. To the fullest.
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
II
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά Τα «πίστεψέ με» και τα «μη» Μια στον αέρα, μια στη μουσική
Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από τους καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.
III
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ' έχουν τα κύματα Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε» Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς Μες στη μέση της θάλασσας Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς Άκου, άκου Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς; Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.
V
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής Με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
VI
Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά της θάλασσας
Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί
Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο!
VII
ΣτονΠαράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
And I was smiling cause I was watching you.
Simple as that.
I was there with you, it was sunny for a while and I was watching you.
And it was not very complicated for a while.
And you looked very handsome in the sunlight.
And your eyes were sparkling.
A short happy moment to take with me before leaving.
Short moments like this one now, dedicated to myself and just myself, are the little treasures of my day.
Laying down on my sofa, I'm listening to my favourite playlist "Bad Desire" (I'm lying, it's not my favourite, I barely knew it till like 1 min ago - but I've already loved it) while drinking -what else?- my favourite (yes, this is true) wine!
I'm slowly but effectively getting rid of a hard day while sinking in my thoughts.
Well, yes, ok, I do overthink. Otherwise I wouldn't be a dreamer!
I opened my window to hear the rain drops falling smoothly on the grass of my little yard.
What a smell! I've always loved autumns even in the middle of summers. An unpredictable change to remind me that nothing lasts forever and that Heraclitus (I think) quote: "All is flux"...
As I grow up, I come up with new hobbies and interests, but a weird one is still since I remember myself: I like staring at people passing by, I like understanding people, I like bonding with them and become part of their life, to get to know them, to share and interact with them, to give and receive, to be amazed by the way they think, the way they act, plan, react.
This hobby feeds me and strengthens me.
And there's one thing I could never get.
Blind people.
Or blind-minded people.
Or blind-emotional people.
Some have the ability to cover their emotions inside a waterproof shield and never let them be revealed or exposed.
More notably, others use such a hard material to cage their souls, that hardly ever let themselves feel anything. At all.
If a hole or a weakness appears, they are alert to build it back-stronger than before.
Fearfulness...
Cowardice...
Or perhaps self-protection. A self-defence system. Amazingly effective. Surprisingly there, present all the time.
Ambitious professionals, lack of ambition in Life.
What a pity...
I feel sorry for them.
But above all, I feel intrigued.
I feel like I want to scratch this shield and uncover what's underneath.
How much wealth can be hidden there??
Let me explore it.
Prove me you can.
ps: "Eyes and ears are poor witnesses to people if they have uncultured souls" (Heraclitus again)
Για την πατρίδα μου, απ' τα παλιά. Κάτι διαχρονικό κι επίκαιρο.
Πάντα βασανισμένοι καιροί, πάντα βασανισμένες ψυχές και άδοξο μέλλον...
Ο καιόμενος
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος. Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια. Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου. Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι. Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος; Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά; Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι. Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν. Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος. Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο. Γινόταν ήλιος. Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε. Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο σι, σι, σι. Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος, ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση μού’ μαθε για τους ήχους. Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή, σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα, κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ, όλη τη νύχτα ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος, αξημέρωτος ήχος, αξημέρωτη ανάγκη εσύ, βραδύγλωσση βροχή, σαν πρόθεση ναυαγισμένη κάτι μακρύ να διηγηθεί και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ, νοσταλγία δισύλλαβη, ένταση μονολεκτική, το ένα εσύ σαν μνήμη, το άλλο σαν μομφή και σαν μοιρολατρία, τόση βροχή για μια απουσία, τόση αγρύπνια για μια λέξη, πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή μ’ αυτή της τη μεροληψία όλο εσύ, εσύ, εσύ, σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.