Tuesday 31 March 2015

Ταύτιση και γαλήνη

ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ

Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.
Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω
στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν
ἔτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.

Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει
κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ
τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,
ἡ ὥρα τοῦ ἑαυτοῦ σου ἔχει πέσει.

Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.
Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ
τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.

Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οἱ ἁγνὲς ἡσυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα
κι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;

Θὰ κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα.
Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει
ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ
καὶ μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μὲς στὴν ἀπομάκρυνση.
Ἀναπνέεις μὲ τὸ στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν,
ποὺ ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσει
στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ ἔδεσα.
Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι.
Δὲν θὰ ἤτανε βαπόρι. Θὰ ἤτανε σκιάχτρο
στὰ ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆς
νὰ μὴν πηγαίνουν οἱ διαθέσεις
νὰ τὴν τσιμπολογᾶνε.

Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα,
ἡ κίνηση τοῦ πλάτους,
φθάνει στὰ πόδια σου ἀφρός,
ψευτοεραστὴς στὰ πρῶτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.



Τώρα, θὰ σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν νὰ σοῦ ποῦν
Οἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτων
καὶ θὰ ἐπιστρέφεις κάπου.
Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιὰ ἄλλη ἅπλα,
ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη μὲ βλάστηση.

Ἡ σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε ἀπὸ γλάρος,
βάζει τὸ δέρμα τῆς προσαρμογῆς καὶ χάνεται.
Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινη
ὅπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
ὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη.

Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς
οὔτε διὰ ξηρᾶς οὔτε διὰ θαλάσσης.

Αὐτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι,
ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι.
Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.

Κ. Δημουλά

ΓΡΑΜΜΑ

Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-
τὴ σιωπή σου.

Κ. Δημουλά

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
Κ. Δημουλά