Saturday 11 October 2014

Στο Θησείο

Τα ήσυχα βράδια η Αθήνα θα ανάβει σαν μεγάλο καράβι που θα 'σαι μέσα κι εσύ...

Γραφικό, μελό. Το βάλανε στην κασέτα όμως.

Αθήνα...αχ...

Μια πόλη έρωτας!

Κάτω στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι και στα στενά... να χάνεσαι... Που τώρα γίνανε Grassmarket.

Κι εσύ; Άνεμος.

Το Κάστρο μας: η Ακρόπολη.

Κι εσύ; Φεγγάρι που φέγγει από μακριά.
Απόμακρο, ψυχρό στο γκριζογάλανό σου χρώμα, αυτό που σου πήγαινε να φοράς και γκρίνιαζες όταν σου λεγα πόσο σου πάει και το ροζ.

Και αντί για Brauhaus και τυποποιημένες pubs βγαλμένες όλες απ' την ίδια διαφήμιση για αλκοολικούς, το γεφυράκι μας στο Θησείο. Αέρινο, πάνω απ' τα τρένα που φεύγουν.

Κι εσύ; Εκεί!

Και φεύγουν οι ψυχές με τα τρένα και πάνε κι έρχονται και ονειρέυονται και φιλιούνται και κάνουν έρωτα και γελάνε, μα δε μιλάνε, αφουγκράζονται. Πάνω σε ράγες ταξιδεύουν, που χαράζουν την πορεία μας κι αποκλίνουν γιατί φοβούνται μην συγκρουστούν. Έγινε μία φορά και ήταν βαρύς ο πόνος για να τον σηκώσουμε. Θεωρήσαμε καλύτερο να αφήσουμε τις πληγές μας ανοιχτές, ώσπου ο χρόνος να περάσει, να περάσει τόσο πολύ που να φάει και την υπόλοιπη σάρκα μας και τότε πια δε θα ξεχωρίζει η ουλή γιατί όλο το σώμα θα ναι μια πληγή ολόκληρη.

Περιμένεις και σ' έχει συνεπάρει η θέα, ωστόσο δε μπορείς να κρύψεις τον εκνευρισμό σου που άργησα. Αργοπορημένη όπως πάντα. Θα θυμώσεις, αλλά ξέρω πως θα σου περάσει.

Εγώ άργησα, εσύ όμως δεν ήρθες ποτέ. Το ξέχασες. Υποθέτω αυτή τη φορά ο θυμός σου ήταν πολύ μεγάλος. Ναι, αυτό πρέπει να ναι, εγώ φταίω. Και σταμάτησαν να 'ρχονται τρένα και πάγωσαν οι πλανώδιοι πωλητές στα πεζοδόμια, οι φοιτητές δεν αγωνίζονται πια, δεν ονειρεύονται πια και το μετρό δεν εκτελέι δρομολόγια Αμπελόκηποι-Μοναστηράκι. Το 608 δε, ήταν το πρώτο που καταργήθηκε. Δεν ήταν λειτουργικό, είπαν.

Κι εσύ; Με πούλησες!

Άρχισε να ξεχνά και το μυαλό μου, εγώ το άδειασα να πω την αλήθεια, η τεχνολογία έχει προχωρήσει (θυμάσαι την ταινία “η αιώνια λιακάδα και τα λοιπά”). Το ‘κανες κι εσύ άραγε;
Ξερίζωσα ένα κομμάτι μου αλλά βρήκα τη γαλήνη, οπότε δε βαριέσαι;

Αγγίζω τα δέντρα, αγγίζω το υγρό πρόσωπό μου. Οι πρώτες ρυτίδες εκεί, τα μαλλιά μου ασπρίζουν. (Άραγε θα με γνώριζες αν με έβλεπες έτσι;)
Κάτι μου θυμίζει αυτό το γεφυράκι, μα δεν ξέρω
τι. Επόμενη στάση: Θησείο, είπε η ξεναγός. Déjà vu το λένε. Που νομίζεις πως έχεις ξαναζήσει κάτι αλλά είναι πρακτικά αδύνατο. Γιατί εγώ δεν έχω ξανάρθει ποτέ στη ζωή μου εδώ. Πρώτη μου επίσκεψη στην Αθήνα, μετά από 10ετία και βάλε στο εξωτερικό.
Τόσα χρόνια, μια ανάσα.
Οφείλω να ομολογήσω ωστόσο: “Έχει κάτι μαγικό αυτή η πόλη. Θα ‘θελα να ‘χω ζήσει έναν μεγάλο έρωτα εδώ!”

Κι εσύ; Κάτσε, ποιος είσαι εσύ;

Τι θέλω και βγαίνω έξω στο κρύο και την παγωνιά του Φθινοπώρου; Ο γιατρός είπε δεν κάνει. Λυσσασμένη αρρώστια απ’τα 24 μου.

Αρπάξαμε τη ζωή στα χέρια μας και την κάναμε δικιά μας. Δεν προσέξαμε τα αγκάθια της και γεμίσαμε τα νιάτα μας με αίμα. Αίμα τριανταφυλλένιο.

Κι εσύ; Ανάμνηση.


Ανάμνηση γαμώ την πουτάνα μου!



Μισσ Μ.


No comments:

Post a Comment