Thursday 31 December 2015

Part 2

The most beautiful thing between us is no expectations. Only open desire.
Six months. And a message is enough to get you on the plane: being spontaneous is my favourite.

Mdina, Rabat, Valletta.. red wine!
I cannot decide if my camera is for my love for photography or to hide my uneasiness.
I avoid looking straight at you.
But I love the movement of your lips as you talk.. and that voice! Slightly smoother but still and cold.

The knights are watching us passing by, laughing at our childness.
It’s raining again. I can see your eyes through the raindrops. A sparkling passion.
You awaken my soul, long forgotten.
I’ve felt this warmth before.

Eyes closed.
Your arms are holding me tight now.
Your lips are exploring mine.
You are scratching my body and I silently beg you: leave scars on me!
You are my wine, I want to drink you and get drunk,
while you are taking me.
Your gratification, my highest pleasure.

Let me play with your hair before you go.
Let me feel you once more.

And the morning welcomes us in a sunny Malta.

But you remind me of someone I met in Spain.
Someone, I want to get to know better; in Rome, in Athens, in Amsterdam, in Berlin.

See you soon. Ci vediamo presto.

Part 1

It was night. The streets were empty and wet. We had a few hours.
We deliberately got lost.

Who are you?
You are my guide tonight, as you lead me.

All I know is your name and the tone of your voice. Which is deep, still and cold; an intimidating coldness of such voices that have so much to say.
I follow you as we walk through paved pathways and haunted beauties, breathing the essence of another era.
Each time we turn, a new surprise. Each time we change topic, a new challenge.
I am capturing images with my camera
-but who am I kidding? I cannot capture feelings.

Who are you then?
You are a thinker, a dreamer, an explorer.
There is a peaceful chaos in your blue eyes.

The cathedral is majestic, and so the moment is. Beautiful and fragile.
You make me feel warm again.
So who are you?
You are my other half tonight, as you touch me.

Someone I might meet again, as long as there are places to explore.

Dawn.

It was a night in Santiago de Compostela, Spain.

Friday 18 September 2015

No title

My biggest mistake in life has always been the fact that I never put limits the moment that I should.
And what comes after, sucks. Really sucks.

I am the kind of person that wants to live life to the fullest.
I'm either everything or nothing.
When I feel, I feel with all my senses, not just one, not just two, all of them. To the fullest.
And when I empty myself and become cold and miserable, this is also to the fullest.

Deep or high. Laid on the earth or flying in the skies.
Choose, girl.
No other options.

There will be no compromises here.
And listen to me man, it takes guts to do that, do you hear me man? Guts!

I will not restrict myself. I will keep doing all that I know doing to the fullest.
Until it doesn't get more, until I reach saturation.

I will never imprison myself.
The way I am, many people liked. And loved. To the fullest.
And there will be many more. I know it.
Cause I'm fearless, I'm always surrounded by amazing people!
Who can fill me!

Doing is useless without being.

And I will keep being more than doing to match my being with other beings that are fed up of doing and create a beautiful story with no limits. To the fullest.

C'est la vie!

Miss M.




Tuesday 11 August 2015

ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ (1971) - Οδυσσέας Ελύτης


             
Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,
                                   μόνος, στον Παράδεισο

                                           Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

                                          II
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
        τους καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

                                           III
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.

                                         IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.

                                          V
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης

Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

                                         VI
Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
       της θάλασσας

Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί

Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!

Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
        τον Παράδεισο!

                                        VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ


Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

Saturday 18 July 2015

18/07/15

And I was smiling cause I was watching you.
Simple as that.
I was there with you, it was sunny for a while and I was watching you.
And it was not very complicated for a while.
And you looked very handsome in the sunlight.
And your eyes were sparkling.

A short happy moment to take with me before leaving.

Miss M.

Sunday 12 July 2015

Stories

How many people are out there in the world?
How many kinds of people are there in the world?
As many as the different stories...

***

I grew up in a family where my mother was mother and father together.
Going back to my oldest memories, I can see myself missing the father figure.

When I was born, he was somewhere in the Pacific. He sent flowers.
The first day of my exams to get into University, he got his luggage and left.
When I succeeded he had hard times at sea-bad weather.
But he was happy and proud-from distance.

When he retired, I left.
Bad timing.

So my childhood was a sequence of welcomes and goodbyes.
And mixed feelings.
To be honest, I showed character-never let it affect me much.
When others were happy, when others were crying, I stayed annoyingly stolid.
When someone had to tell stories about their father, I was the silent one.

Because I met him through short/telegraph-style phone calls and letters.
How much does one have to share with a person he sees once in a while?
Not much and plenty the same time. And there's no time.

I was missing him and I was hating him.
For the stories I couldn't tell because I never had lived them.
For my mother's tears.

Without realising, this was shaping me inside.
I was becoming stiff with people.
Never really had friends, never really let myself connect with people.

Conservative and reserved.
My feelings belonged to me.
My face was usually neutral.
Fear to trust and open myself, fear for people that are temporary, fear for the ones that might unwittingly hurt me.

***

I'm 25 now, trying to compensate for the lost time.
With him.
With myself.
With friends and people around me.
Temporary or not - there will be no exclusions in my choices.

***

If you're asking for a story of mine, this might be one.

Yesterday I learnt yours which helped me understand you.
Our experiences shape us
but the ability to pump strength, goals and inspiration out of them is what defines us.
And suddenly, your workaholism has become admiration in my eyes.

This world needs to change, needs heroes.
You have already done your change and from that point of view
you might already be a hero.


Miss M.












Monday 6 July 2015

06/07/15

Short moments like this one now, dedicated to myself and just myself, are the little treasures of my day.

Laying down on my sofa, I'm listening to my favourite playlist "Bad Desire" (I'm lying, it's not my favourite, I barely knew it till like 1 min ago - but I've already loved it) while drinking -what else?- my favourite (yes, this is true) wine!

I'm slowly but effectively getting rid of a hard day while sinking in my thoughts.
Well, yes, ok, I do overthink. Otherwise I wouldn't be a dreamer!

I opened my window to hear the rain drops falling smoothly on the grass of my little yard.
What a smell! I've always loved autumns even in the middle of summers. An unpredictable change to remind me that nothing lasts forever and that Heraclitus (I think) quote: "All is flux"...

As I grow up, I come up with new hobbies and interests, but a weird one is still since I remember myself: I like staring at people passing by, I like understanding people, I like bonding with them and become part of their life, to get to know them, to share and interact with them, to give and receive, to be amazed by the way they think, the way they act, plan, react.
This hobby feeds me and strengthens me.

And there's one thing I could never get.
Blind people.
Or blind-minded people.
Or blind-emotional people.

Some have the ability to cover their emotions inside a waterproof shield and never let them be revealed or exposed.
More notably, others use such a hard material to cage their souls, that hardly ever let themselves feel anything. At all.
If a hole or a weakness appears, they are alert to build it back-stronger than before.
Fearfulness...
Cowardice...

Or perhaps self-protection. A self-defence system. Amazingly effective. Surprisingly there, present all the time.

Ambitious professionals, lack of ambition in Life.
What a pity...

I feel sorry for them.
But above all, I feel intrigued.
I feel like I want to scratch this shield and uncover what's underneath.
How much wealth can be hidden there??

Let me explore it.
Prove me you can.

ps: "Eyes and ears are poor witnesses to people if they have uncultured souls" (Heraclitus again) 


Miss M.







Monday 29 June 2015

Για την πατρίδα (290615)

Για την πατρίδα μου, απ' τα παλιά. Κάτι διαχρονικό κι επίκαιρο.
Πάντα βασανισμένοι καιροί, πάντα βασανισμένες ψυχές και άδοξο μέλλον...

Ο καιόμενος

Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Τάκης Σινόπουλος


Παράθεμα από τους "Μοιραίους"

"-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.
Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα
ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:
δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!
προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!"

Κ. Βάρναλης

Wednesday 24 June 2015

Λίγο κρασί και λίγη νοσταλγία για παλίρροια

Στην υγειά της κάθε μεγάλης αγάπης που πέρασε κι έφυγε, αλά Ελληνικά πάντα...
Tι φωνή...!


23/06/15

Finding someone that shares a passion with you, is definitely not a piece of cake in this world.

The key here is to risk and give people a chance.
Every single person deserves a chance in your life,
everyone has to give you something - either good or bad - both welcome.

This is how we build our personality and realise who we are, what we want, what we like and what we want to change on us and around us.
This is how we build strong character, through others.
Knowing your limits is also important. 
Seek for sharing-avoid misunderstanding.

He deserved a chance and I’m glad I met him.
His life is colourful and I want him to teach me that.

I found appreciation in the way he focused on me while presenting my ideas, my dream

I found inspiration in the way he talks, the way he doesn't hesitate to express what he feels, like a child..
The way he sees the world...
Through appertures and lenses.

Excited, my new friend.


Miss M.

Tuesday 23 June 2015

22/06/15

I’m living my life on fire and wine
Fire, wine and vice versa

I sacrificed everything
My comfort, my standards, my world
Drown in a shipwreck

And I lost
I lost myself the way I knew it,
my values and self respect

And I found
Reason;
found myself in another dimension-never being aware of its existence
Met my hidden instincts
my long forgotten passions
shaping my worst nightmare

Passion. What a beautiful devastating word!

In a hallucination, I felt
your scent in the dark
your lips on my body
your breath in my soul
Deep scars and sins all over...

What I ignored?
Wine's bitterness…
And that colour...
Red,
for fresh roses
for fresh blood..
But real red roses always come with thorns, don't they?
Damn! Burn them now before it's too late!

If that's a trap..
I do not know - I don't dare to know!

Currently in complete confusion
In complete serenity
No matter what…
The forbidden sweetness I savoured
fully nourished me
Stronger than ever before - alive
This is my redemption 

Perhaps that's not science
But you’re so fuckin' clever, could you ever make moments not age?

- -  

Let me take a photo of you,
when drunk by wine.. when burnt in fire..
I promise that’s all I’m asking for, nothing more
and I’ll keep it as my memento
of a short story
once, somewhere, in a cold summer
rebels as we used to be, not taking anything seriously

Until the wine is over and the fire blows out...



Miss M.


Tuesday 31 March 2015

Ταύτιση και γαλήνη

ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ

Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.
Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω
στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν
ἔτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.

Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει
κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ
τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,
ἡ ὥρα τοῦ ἑαυτοῦ σου ἔχει πέσει.

Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.
Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ
τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.

Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οἱ ἁγνὲς ἡσυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα
κι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;

Θὰ κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα.
Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει
ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ
καὶ μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μὲς στὴν ἀπομάκρυνση.
Ἀναπνέεις μὲ τὸ στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν,
ποὺ ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσει
στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ ἔδεσα.
Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι.
Δὲν θὰ ἤτανε βαπόρι. Θὰ ἤτανε σκιάχτρο
στὰ ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆς
νὰ μὴν πηγαίνουν οἱ διαθέσεις
νὰ τὴν τσιμπολογᾶνε.

Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα,
ἡ κίνηση τοῦ πλάτους,
φθάνει στὰ πόδια σου ἀφρός,
ψευτοεραστὴς στὰ πρῶτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.



Τώρα, θὰ σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν νὰ σοῦ ποῦν
Οἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτων
καὶ θὰ ἐπιστρέφεις κάπου.
Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιὰ ἄλλη ἅπλα,
ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη μὲ βλάστηση.

Ἡ σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε ἀπὸ γλάρος,
βάζει τὸ δέρμα τῆς προσαρμογῆς καὶ χάνεται.
Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινη
ὅπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
ὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη.

Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς
οὔτε διὰ ξηρᾶς οὔτε διὰ θαλάσσης.

Αὐτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι,
ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι.
Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.

Κ. Δημουλά

ΓΡΑΜΜΑ

Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-
τὴ σιωπή σου.

Κ. Δημουλά

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
Κ. Δημουλά